~Στον ερχομό της μοναξιάς~
Ήρθε, κι όταν έρχεται, πως να κάνω ότι δεν τη βλέπω.
Την πιάνω από το χέρι κι αρχίζουμε να περπατάμε.
Πάντα περπατάμε.. Με τις ώρες... Με τις μέρες...
Μέχρι να κουραστεί και να φύγει.
Κι όλο κράτα με λέει, κράτα με σφιχτά.
Φοβάται μη φύγει κι ας το ξέρει πως έτσι θα γίνει.
Δε μιλά, σιωπά. Αφήνει τις σκέψεις να τρέχουν.
Σαν το τίποτα στέκεται. Άχρωμα κι ασάλευτα
χωρίς καμία θέληση κίνησης.
Με το μόνο φόβο μη φύγει
κι ας ξέρει πως ίσως να μην γίνεται αλλιώς...
Αχ μοναξιά.... Ρούχο δανεικό μου έγινες
και θες για πέντε δράμια ελευθερίας,
να γίνεις η μόνη μου περιουσία.
Κλειώ Κουτσογιωργάκη.