Πυθμενοσαλαγίσματα.

Πυθμενοσαλαγίσματα




Ποιας αφορμής αγγίγματα με σπρώχνουνε
ψυχή ν΄ ανοίξω, στο βυθό της να βρεθώ
πυθμενοσάλαγους στα δίχτυα ν΄αλιεύσω
πίκρ΄απο φύκια ή χαρές των κοραλλιών;

Μην είν΄της νύχτας το αμέρευτο σκοτάδι
που φως γυρεύει από του νου την προκοπή
ή μήπως το ήσυχο της ώρας που φωνάζει
"άλλη δεν θά΄βρεις σαν κι αυτή να ξανοιχτείς!"

Δεν είναι τώρα να ρωτάς και ν΄ απορείς
κακό αντέτι με διλήμματα να παίζεις
σ΄ τούτο το κάλεσμα "παρόν" πες του και "ναι"
άργητα άλλη πάψε πλέον να γυρεύεις.

Καρδιά παράτολμη σαν διακονάρα ΄κίνα
κρανιά γερή και ξομπλιαστή κράτα στο χέρι
μακρύς ο δρόμος που θα πάρεις και τραχύς
βαρύ το έργο και ώρες ώρες σε παιδεύει.

Μα λόγος πια δεν είναι τούτος να κιοτέψεις
μάτια κ΄ αυτιά σε σένα τώρα είναι
κάνε το κέφι μας κι αρχίνα να ιστορείς
δώσε της κλώτσο της ανέμης να γυρίσει.

****

Μικρό παιδί ήμουν σαν αγάπησα το φως
και που σε πράσινα κυλιόμουν περιβόλια
κ΄ είχα για φίλους μου τα δέντρα, το βουνό
και τα ζουλάπια όλα.
Και κάθε μέρα τραγουδούσα με χαρούμενη φωνή
όμοια μ΄ αηδόνι και γλυκό χελιδωνάκι,
κ΄ είχα ν΄ ακούν όλα τα ήμερα της γης
τ΄ αθώο πρόβατο και το γοργό το ελάφι.
Κ΄ ήμουν της Άνοιξης μικρό παρανυφάκι
κ΄ ήμουν του θέρους ακρογυάλι δροσερό
του ήλιου ήμουνα χρυσής ακτίνας λάμψη
μικρό ρυάκι με καθάριο, γάργαρο νερό.
Δικός μου ο κάμπος τα πουρνάρια οι ελιές
τα πετεινά του ουρανού και τα μικρά σκουλήκια,
ω πόσο τότε αγαπούσα καθετί
μ΄ όλα αδέλφωνα, με όλα κατοικούσα.
Και τις βραδιές ονειροκάλεστα είχα τ΄ άστρα
πάνω στης πούλιας να κοιμάμαι το κορμί
και το φεγγάρι να μου λέει παραμύθια
για νιους γενναίους που αγαπούν κόρη σεμνή!

****

Σ΄ έρωτα πιάστηκα νωρίς νωρίς τα μάγια
είχε η καρδιά φουσκώσει και οι αισθήσεις
από το κόκκινο στη φούστα και στο μάγουλο
από το κόκκινο στη φλέβα τη ζεστή
από τα νιάτα που είναι άσοφα και ωραία
και είναι ακράτητα, μα μοιάζουν της ζωής
και είναι άδολα κι αρέσουν στον Θεό!

Γλυκό μεθύσι απ΄ των χειλιών σου το κρασί.
Γίνηκα!
Κ΄ ήταν των αισθήσεων η γιορτή,
κ΄ ήτανε μέρα Κυριακή σε πανηγύρι ωραίο
με μουσικές από των γύφτων τα νταούλια
σαν γυρολόγος λαλητής να τραγουδώ για σένα
κ΄ ύστερα, πάνω στη ράχη αλόγου ολόλευκου
να σ΄ οδηγώ σ΄ ανώγι σκιερό και ήσυχο
και να χαϊδεύω το κορμί σου το λευκό, ολούθε'
και αλί!
Απάνω σ΄εξαψη τρελή σαν σ΄ ιερό χορό
τη παρθενιά σου να ζητώ, του γάμου ασφαλιστήριο.

Αχ! Την ομορφιά σου πόθησα γυναίκα μάγισσα
και την ψυχή σου θέλησα για ν΄ αγαπώ'
εσένα που ποτέ δε σ΄ είδα ολάκερη, απλή,
ποτέ τα βάθη της ψυχής σου δεν τα είδα
γυναίκα ψεύτρα και γυναίκα αληθινή!

****

Νωρίς στα βάσανα, νωρίς και στη δουλειά
καριέρες, στόχοι' τάχα ήμουνα εγώ γι΄ αυτά;
Με το τσαπί τη γης θα προτιμούσα να σκαλίζω
και να φυτεύω τους καρπούς της με χαρά
και να με τρέφει αυτή με τα δικά της τ΄αγαθά
που ναν μ΄ιδρώτα ποτισμένα και τραγούδι
και να γλυκαίνεται το αίμα κι καρδιά.
Κι όχι σε πόλη προλετάριος να μοχθώ
(δεν θέλω μήτε και στο κόμμα να γραφτώ)
για μια δεκάρα, τ΄ αδερφού να είμαι οχτρός
και μισητός. Για μια δεκάρα, του αφέντη να
παχαίνει ο απαυτός.

****

Τ΄ ονείρου σάρωμα η ζωή και με πλακώνει
ζητάω αγάπες για να βρω, μα που ψυχή;
Ζητώ μια ελπίδα να πιαστώ να συγχωρέσω
να πάρω φόρα την ασχήμια να μπορέσω
να ομορφύνω μ΄ ένα δάκρυ, μ΄ ένα φιλί.
Να γεννηθώ πάλι παιδί και να γελάω
να παίζω ανέμελα με βόλους στην αυλή
αετό να ρίχνω και μαζί του να πετάω
μ΄ όλα να χαίρομαι'
αλί μου όμως κι αλί κ΄ εσείς:
Άδειες οι στέρνες, στερεμένα τα βουνά
τι να ποτίσει τις καρδιές να πρασινίσουν;
Να δώσουν λούλουδα να δώσουνε κλαριά
να΄ ρθούν πουλιά να χτίσουνε φωλιές
να ΄ρθούνε λύπες να γενούν περαστικές
να ΄ρθούν αγάπες να γενούν παντοτινές
να ΄ρθούνε δάκρυα και να΄ναι από χαρές!

****

Στερνές κουβέντες θα σας πω, μας ήβρε η μέρα
λάλησ΄ ο πέτος και ο ήλιος θα φανεί
στ΄ Αυγερινού το λίγο φως σαν καλημέρα
γρικάτε τούτο που σας λέω από ψυχή.

Δεν το τεντώνω εγώ το σβέρκο μου στο Χάρο
μήτε σ΄ ανάγκη κλίνω εγώ την κεφαλή
πουλί ελεύθερο, φτερά πλατιά θα βγάλω
σ΄ αιθέρα ουράνιο θ΄ ανοίξω διαφυγή.

Τεχνίτης , μάστορας του λόγου θε να γίνω
θα γράφω ποιήματα, τον κόσμο θα γυρνώ
ψυχής αφέντη θα γνωρίζω μόνο εκείνο:
Αλήθεια, έρωτες, ζωή και ν΄ αγαπώ.

Κι αν για θρασίμι με νογάτε και γελάτε
πως τούτα νιώθετε δεν είναι μπορετά
ένα σας λέω και ποτέ μην το ξεχνάτε
πόλεμος είναι, αρματώστε την καρδιά.

Καλή σας μέρα διαλεχτοί κι αγαπημένοι
εσείς π΄ ακούσατε σκεφτείτε το καλά
Θεός υπάρχει και από σας τώρα προσμένει
πίστη! Και τα όνειρα θα βγουν αληθινά.

Ανδρέας Θ. Ρίζος

Share this

Related Posts

Previous
Next Post »