~Στον ερχομό της μοναξιάς~


~Στον ερχομό της μοναξιάς~







Ήρθε, κι όταν έρχεται, πως να κάνω ότι δεν τη βλέπω.

Την πιάνω από το χέρι κι αρχίζουμε να περπατάμε.

Πάντα περπατάμε.. Με τις ώρες... Με τις μέρες...

Μέχρι να κουραστεί και να φύγει.



Κι όλο κράτα με λέει, κράτα με σφιχτά.

Φοβάται μη φύγει κι ας το ξέρει πως έτσι θα γίνει.

Δε μιλά, σιωπά. Αφήνει τις σκέψεις να τρέχουν.

Σαν το τίποτα στέκεται. Άχρωμα κι ασάλευτα

χωρίς καμία θέληση κίνησης.



Με το μόνο φόβο μη φύγει

κι ας ξέρει πως ίσως να μην γίνεται αλλιώς...

Αχ μοναξιά.... Ρούχο δανεικό μου έγινες

και θες για πέντε δράμια ελευθερίας,

να γίνεις η μόνη μου περιουσία.


Κλειώ Κουτσογιωργάκη.

«...Ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ ἀγάπη...»

Areti Mavropoulou 2:02 μ.μ. Add Comment


 «...Ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ ἀγάπη...»



Ο μόνος πόθος μου να σε συναντήσω
στους ολάνθιστους αγρούς
στα αγριολούλουδα που μαζεύει ένα παιδί
στο φωτεινό αθώο βλέμμα.
--------------------------------------------
Πανταχού παρών είσαι Κύριε
στα χρώματα του δειλινού και της αυγής
στα Ηλιοπάτητα δάση και τα περήφανα βουνά
στις γειτονιές του κόσμου.
--------------------------------------------
Να σε αγγίξω μέσα από τους λυγμούς
και τους στίχους των ποιητών.
Αγγίζοντάς σε να χαθώ στο άπειρο
της άκρατης μεγαλοσύνης σου.
--------------------------------------------
Να ελπίζω σε ένα κόσμο λεύτερο
πού δεν υπάρχουν όπλα
ούτε στρατιώτες και έμποροι των Εθνών
μήτε σκοτωμένοι από άδικο.
------------------------------------------
Να δώ τον κόσμο με τα μάτια ενός παιδιού
ντυμένο στα λευκά
να σιγοτραγουδάει
«...Ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ ἀγάπη...»

Αρετή Μαυροπούλου


25-03-2016

ΓΕΝΝΗΣΗ.

Areti Mavropoulou 4:00 μ.μ. Add Comment



ΓΕΝΝΗΣΗ

Ημερα 1η

"Στην αρχή είν΄το σκοτάδι το πηχτό
κρατάει το αίμα σε μια φλέβα κόκκινη
και βασιλεύει ατάραχο πάνω απ΄ το τίποτα
απρόθυμο να στερηθεί τα σκήπτρα τα θολά
αδόκιμο σε μοιρασιά που εκθρονισμό ετοιμάζει!"
.......................................
Αντήχηση: Δοξαστικό
Έσπειρες πνεύμα μυστικό σε ξένη μήτρα
κ΄ ευαγγελήσθει με το άνθος το λευκό
η μυρωμένη από τη χάρη παρθενεύουσα
κ΄ είδε το φως ο πρωτομάστορας του σύμπαντος
σαν ευδοκία στο κορμί σου, αγγελοπαίνευτη
και βιαστικά να παραγγείλει δεν αμέλησε
τούτο να γίνει υλικό μιας νέας γέννας
γιατί καλό έτσι του εφάνει, σαν το ξάνοιξε!
Ημέρα 2η
"Τα ύδατα στους τόπους τους συνάζει ομού,
δεξαμενές υγρές οι πάνω και οι κάτω άβυσσος
και το στερέωμα στου ουρανού στο μεσοζύγι στέκει
καθώς μια υπόκωφη βουή ταράζει δυνατά τα θέμελα
της νέας τάξης τον

ΠΟΛΙΟΡΚΟΥΜΕΘΑ ΛΟΙΠΟΝ

Areti Mavropoulou 11:51 π.μ. 1 Comment
Κατάσταση πολιορκίας
 

ΠΟΛΙΟΡΚΟΥΜΕΘΑ ΛΟΙΠΟΝ
Πολιορκούμεθα από ποιον;
Από σένα κι από μένα απ’ τον τάδε και τον δείνα
Πολιορκούμεθα στενά
Από σύνορα, τελωνεία, ελέγχους διαβατηρίων, την Ιντερπόλ, τη στρατιωτική Αστυνομία, τα τανκς, τη ρητορεία, τη βλακεία,
Απ’ τα παράσημα, τις στολές, τους εκφωνηθέντας λόγους
Τις υποσχέσεις, τις ψευτιές, την κουτοπονηριά
Τη δήθεν αγανάκτηση των ιθυνόντων, την υποκρισία
Την τηλεόραση, τη ραδιοφωνία, τα σαπούνια, τ’ απορρυπαντικά
Τις διαφημίσεις, τον τουρισμό, τα οργανωμένα ταξίδια, τις κρουαζιέρες
Τις γκαζιέρες, τα ψυγεία, τις κατασκηνώσεις, τους προσκόπους,
Τ’ άρθρα για την εκπαίδευση, την πολυκοσμία, τη σκόνη, τις ποιητικές συλλογές
Την έλλειψη ύδατος, τα λιπάσματα, τα νεύρα, την κακή χώνεψη, τη φαλάκρα,
Τους εφοπλιστές, το ποδόσφαιρο, τα λεωφορεία, την ακρίβεια, τις παθήσεις της σπονδυλικής στήλης,
τη γραφειοκρατία, την καθυστέρηση, τις διαβεβαιώσεις,
Τις κριτικές, την εκκλησία, τα βασανιστήρια, τους καιροσκόπους,
Την υποψία, τους κατατρεγμούς, το φόβο, τη θρασύτητα, τους διαγωνισμούς Καλλονής,
την έλλειψη χρημάτων, την έλλειψη δικαιωμάτων,
πολιορκούμεθα από τους βάναυσους
Τους άναρθρους, από τις μαύρες σκέψεις μας.
Από τον εαυτό μας
Κι απ’ ό,τι άλλο βάλει ο νους σας πολιορκούμεθα στενά. 

 Νάνος Βαλαωρίτης

 

Ο ΠΑΡΑΜΥΘΆς ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΌς ΦΊΛΟς ΣΟΥ .

Areti Mavropoulou 7:00 π.μ. Add Comment
Μιά φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας βασιλιάς που είχε ένα όμορφο βασίλειο , πολλούς υπηκόους και αυλικούς μα κανέναν φίλο . Του βασιλιά του άρεζε να διοργανώνει γιορτές και πανηγύρια και γιατί αγαπούσε τους ανθρώπους αλλά και γιατί μ΄αυτόν τον τρόπο διασκέδαζε τη μοναξιά του .Καλούσε λοιπόν μουσικούς, μάγους και τσαρλατάνους απ΄όλα τα μέρη του κόσμου και τους έβαζε να διασκεδάζουν τους κατοίκους του βασιλείου του μα πρώτα απ΄όλα την αφεντιά του .
Μιά μέρα βρέθηκε στην αυλή του ένας παραμυθάς γελωτοποιός που΄λεγε ιστορίες και τραγούδια για να μερεύει τη λύπη και τα βάσανα των ανθρώπων και να τους κάνει να γελούν . Του βασιλιά του άρεσαν τα παραμύθια του και του πρότεινε να γίνει ο επίσημος γελωτοποιός του παλατιού . Κάποιες βραδιές που ένιωθε πολύ μόνος , τον φώναζε στο μπαλκόνι της κάμαράς του και του ιστορούσε τις στεναχώριες και τις πίκρες του που δεν είχε με ποιόν να τις μοιραστεί . Κι έτσι χρόνο με το χρόνο μιά όμορφη φιλία γεννήθηκε ανάμεσά τους .
Ο βασιλιάς όμως είχε και τις αναποδιές του .Συχνά πυκνά φώναζε και ξεσπούσε πάνω στο φίλο του χωρίς σοβαρό λόγο . Το μετάνιωνε κατόπιν και του ζητούσε να κάνει υπομονή και να τον δέχεται με τα ελαττώματά του . Ο γελωτοποιός που ήταν πράος αναστέναζε με χαρμολύπη κι έκανε μεγάλον αγώνα για να κρατήσει τη φιλία τους γιατί πίστευε σ΄αυτήν και ήξερε πολύ καλά πως υπάρχουν πράγματα που δε ζυγίζονται με το χρυσάφι όλης της γης κι ας ήταν τα υπόγεια του παλατιού γεμάτα από δαύτο .
Στο μεγάλο πανηγύρι της χώρας ο βασιλιάς κάλεσε τον παραμυθά γελωτοποιό να πάνε παρέα . Ο ίδιος είχε χτενιστεί με περισσή φροντίδα στους καλύτερους κομμωτές κι είχε φορέσει την επίσημη στολή του τη μεταξωτή με τα χρυσά κουμπιά .Σαν άναψε το γλέντι ,όλος ο κόσμος έτρωγε , έπινε και έκανε αστεία . Μεράκλωσε κι ο βασιλιάς κι ανέβηκε στην πίστα να χορέψει .
Ο παραμυθάς γελωτοποιός είχε κλείσει σ΄ένα μεγάλο κόκκινο μπαλόνι της χαράς , μυριάδες ζαχαρωτά που ήξερε πως αρέσουν στο βασιλιά και ήθελε να του τα χαρίσει έτσι για να θυμηθούν τα χρόνια τα παιδικά και να διασκεδάσουν. Μα όπως έκανε να χτυπήσει παλαμάκια έσκασε το μπαλόνι και τα ζαχαρωτά έπεσαν όλα πάνω στη φορεσιά του βασιλιά .Οι σοκολάτες λέρωσαν το μεταξωτό σακάκι του , οι καραμέλες λέκιασαν το καπέλο του και το μαλλί της γριάς κόλλησε στα χρυσά κουμπιά και τα έκανε αγνώριστα .
Ο βασιλιάς άστραψε και βρόντηξε . Κατέβηκε από την πίστα κι άρχισε να ουρλιάζει από το θυμό του , δείχνοντας το γελωτοποιό παραμυθά φίλο του στους υπηκόους του .
Κοιτάτε ... κοιτάτε πως μ΄έκανε,φώναζε . Μου κατέστρεψε τη μεταξωτή στολή και τα χρυσά κουμπιά μου ...Διώξτε τον , να φύγει γρήγορα δεν τον θέλω πιά στο βασίλειό μου .
Ο παραμυθάς γελωτοποιός απομακρύνθηκε ήσυχα από το παλάτι , πήγε στην καλύβα του κι έπιασε να υφαίνει ένα παραμύθι όπως έκανε πάντα άλλωστε .
Την άλλη μέρα ο βασιλιάς έστειλε αγγελιοφόρους που του μήνυσαν πως τον θέλει πάλι κοντά του . Οι αγγελιοφόροι επέστρεψαν στο παλάτι κι έδωσαν στο βασιλιά το μήνυμα του γελωτοποιού παραμυθά . Ο βασιλιάς διάβασε .

Βασιλιά μου πολυχρονεμένε .
Το πρωί του πανηγυριού , ξέθαψα την αγαπημένη μου γυναίκα που είχα χάσει εδώ και πολλά χρόνια . Η πεντατρύφερη καρδιά της που αγαπούσε όλο τον κόσμο είχε λιώσει κι είχαν απομείνει μόνο μιά χούφτα κόκαλα και δυό φιλντισένια κουμπιά του φουστανιού της που τα έβαλα στο κασελάκι μαζί με αυτά . Ύστερα αγόρασα το μπαλόνι με τα ζαχαρωτά κι ήρθα στο πανηγύρι να τα μοιραστώ μαζί σου για να χαρούμε και να χαμογελάσουμε στη ζωή που μας απέμεινε . Το μπαλόνι έσπασε πάνω στο χορό και τα ζαχαρωτά λέρωσαν την ακριβή στολή σου . Τα υπόλοιπα, σου είναι γνωστά .
Η αγάπη μου , όσο ταπεινή κι αν είναι , είναι το πιό περήφανο απ΄όλα τα συναισθήματά μου . Σ΄αγαπώ φίλε μου μα μόνο από απόσταση μπορώ να σε αγαπώ και να σε νοιάζομαι πιά .Δεν έχω την αντοχή να παλεύω με τα στοιχειά του χαραχτήρα σου και θέλω να΄μαι φίλος σου και όχι κόλακάς σου . Θα σ΄αγαπώ από μακριά λοιπόν . Κι όταν κάποια στιγμή καταλάβεις πως η καρδιά έχει μεγαλύτερη αξία από τα χρυσά κουμπιά της στολής σου , τότε ίσως ξανασμίξουμε .
 Ο ΠΑΡΑΜΥΘΆς ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΌς ΦΊΛΟς ΣΟΥ .

Author

 Κατερίνα Παπουτσή

 

Τα γράμματά μου σε σένα.

Areti Mavropoulou 7:00 μ.μ. Add Comment


 Τα γράμματά μου σε σένα.



Δεν μπορώ να μην θαυμάσω την αδάμαστη φύση σου

ενα αγρίμι μοναχικό κατά βάθος μα τόσο υπερήφανο

ενα αγρίμι των βουνών που ωστόσο να βλάψει κανέναν δεν μπορεί

δεν μπορώ να μην υποκλίνομαι στην αθωότητά σου

που σαν παιδί γελούσες όταν πλέκαμε στεφάνια του Μάη.

----------------------------------------------------------------------
 

Εγω μπόρεσα να κολυμπήσω στα άδυτα του μυαλού κ της ψυχής σου

γιατί επέμενα να ζήσω μια πεμπτουσία ανάσταση

αλήθεια πόσο εύκολα και αβίαστα μπόλιασες την ψυχή μου

σε μία ένωση χημική που καταρρίπτει όλους τους νόμους.

---------------------------------------------------------------------


Πως μπορώ να ξεχάσω τότε που λαβώθηκα

και μου κρατούσες το χέρι σαν να έλεγες «εγώ είμαι εδώ»

Ανάσταση ήσουν πατώντας τον Θάνατό μου.

Θεός ήσουν..ναι τολμώ να πώ..που με το άρμα σου με ταξίδεψες σε λυτρωτικά ταξίδια όπου άκουγα ένα παιδί να παίζει φλάουτο κ στα σύννεφα να βλέπω το δικό μου ουράνιο τόξο.

---------------------------------------------------------------------


Με τα συναισθήματά μου συναναστρέφομαι σε μια μυσταγωγία ιερή

της ψυχής και του ανεκπλήρωτου.

Να λοιπόν που στέκομαι εδώ και νιώθω το άχραντο μυστήριο

Πυθμενοσαλαγίσματα.

Πυθμενοσαλαγίσματα




Ποιας αφορμής αγγίγματα με σπρώχνουνε
ψυχή ν΄ ανοίξω, στο βυθό της να βρεθώ
πυθμενοσάλαγους στα δίχτυα ν΄αλιεύσω
πίκρ΄απο φύκια ή χαρές των κοραλλιών;

Μην είν΄της νύχτας το αμέρευτο σκοτάδι
που φως γυρεύει από του νου την προκοπή
ή μήπως το ήσυχο της ώρας που φωνάζει
"άλλη δεν θά΄βρεις σαν κι αυτή να ξανοιχτείς!"

Δεν είναι τώρα να ρωτάς και ν΄ απορείς
κακό αντέτι με διλήμματα να παίζεις
σ΄ τούτο το κάλεσμα "παρόν" πες του και "ναι"
άργητα άλλη πάψε πλέον να γυρεύεις.

Καρδιά παράτολμη σαν διακονάρα ΄κίνα
κρανιά γερή και ξομπλιαστή κράτα στο χέρι
μακρύς ο δρόμος που θα πάρεις και τραχύς
βαρύ το έργο και ώρες ώρες σε παιδεύει.

Μα λόγος πια δεν είναι τούτος να κιοτέψεις
μάτια κ΄ αυτιά σε σένα τώρα είναι
κάνε το κέφι μας κι αρχίνα να ιστορείς
δώσε της κλώτσο της ανέμης να γυρίσει.

****

Μικρό παιδί ήμουν σαν αγάπησα το φως
και που σε πράσινα κυλιόμουν περιβόλια
κ΄ είχα για φίλους μου τα δέντρα, το βουνό
και τα ζουλάπια όλα.
Και κάθε μέρα τραγουδούσα με χαρούμενη φωνή
όμοια μ΄ αηδόνι και γλυκό χελιδωνάκι,
κ΄ είχα ν΄ ακούν όλα τα ήμερα της γης
τ΄ αθώο πρόβατο και το γοργό το ελάφι.
Κ΄ ήμουν της Άνοιξης μικρό παρανυφάκι
κ΄ ήμουν του θέρους ακρογυάλι δροσερό
του ήλιου ήμουνα χρυσής ακτίνας λάμψη
μικρό ρυάκι με καθάριο, γάργαρο νερό.
Δικός μου ο κάμπος τα πουρνάρια οι ελιές
τα πετεινά του ουρανού και τα μικρά σκουλήκια,
ω πόσο τότε αγαπούσα καθετί
μ΄ όλα αδέλφωνα, με όλα κατοικούσα.
Και τις βραδιές ονειροκάλεστα είχα τ΄ άστρα
πάνω στης πούλιας να κοιμάμαι το κορμί
και το φεγγάρι να μου λέει παραμύθια
για νιους γενναίους που αγαπούν κόρη σεμνή!

****

Σ΄ έρωτα πιάστηκα νωρίς νωρίς τα μάγια
είχε η καρδιά φουσκώσει και οι αισθήσεις
από το κόκκινο στη φούστα και στο μάγουλο
από το κόκκινο στη φλέβα τη ζεστή
από τα νιάτα που είναι άσοφα και ωραία
και είναι ακράτητα, μα μοιάζουν της ζωής
και είναι άδολα κι αρέσουν στον Θεό!

Γλυκό μεθύσι απ΄ των χειλιών σου το κρασί.
Γίνηκα!
Κ΄ ήταν των αισθήσεων η γιορτή,
κ΄ ήτανε μέρα Κυριακή σε πανηγύρι ωραίο
με μουσικές από των γύφτων τα νταούλια
σαν γυρολόγος λαλητής να τραγουδώ για σένα
κ΄ ύστερα, πάνω στη ράχη αλόγου ολόλευκου
να σ΄ οδηγώ σ΄ ανώγι σκιερό και ήσυχο
και να χαϊδεύω το κορμί σου το λευκό, ολούθε'
και αλί!
Απάνω σ΄εξαψη τρελή σαν σ΄ ιερό χορό
τη παρθενιά σου να ζητώ, του γάμου ασφαλιστήριο.

Αχ! Την ομορφιά σου πόθησα γυναίκα μάγισσα
και την ψυχή σου θέλησα για ν΄ αγαπώ'
εσένα που ποτέ δε σ΄ είδα ολάκερη, απλή,
ποτέ τα βάθη της ψυχής σου δεν τα είδα
γυναίκα ψεύτρα και γυναίκα αληθινή!

****

Νωρίς στα βάσανα, νωρίς και στη δουλειά
καριέρες, στόχοι' τάχα ήμουνα εγώ γι΄ αυτά;
Με το τσαπί τη γης θα προτιμούσα να σκαλίζω
και να φυτεύω τους καρπούς της με χαρά
και να με τρέφει αυτή με τα δικά της τ΄αγαθά
που ναν μ΄ιδρώτα ποτισμένα και τραγούδι
και να γλυκαίνεται το αίμα κι καρδιά.
Κι όχι σε πόλη προλετάριος να μοχθώ
(δεν θέλω μήτε και στο κόμμα να γραφτώ)
για μια δεκάρα, τ΄ αδερφού να είμαι οχτρός
και μισητός. Για μια δεκάρα, του αφέντη να
παχαίνει ο απαυτός.

****

Τ΄ ονείρου σάρωμα η ζωή και με πλακώνει
ζητάω αγάπες για να βρω, μα που ψυχή;
Ζητώ μια ελπίδα να πιαστώ να συγχωρέσω
να πάρω φόρα την ασχήμια να μπορέσω
να ομορφύνω μ΄ ένα δάκρυ, μ΄ ένα φιλί.
Να γεννηθώ πάλι παιδί και να γελάω
να παίζω ανέμελα με βόλους στην αυλή
αετό να ρίχνω και μαζί του να πετάω
μ΄ όλα να χαίρομαι'
αλί μου όμως κι αλί κ΄ εσείς:
Άδειες οι στέρνες, στερεμένα τα βουνά
τι να ποτίσει τις καρδιές να πρασινίσουν;
Να δώσουν λούλουδα να δώσουνε κλαριά
να΄ ρθούν πουλιά να χτίσουνε φωλιές
να ΄ρθούνε λύπες να γενούν περαστικές
να ΄ρθούν αγάπες να γενούν παντοτινές
να ΄ρθούνε δάκρυα και να΄ναι από χαρές!

****

Στερνές κουβέντες θα σας πω, μας ήβρε η μέρα
λάλησ΄ ο πέτος και ο ήλιος θα φανεί
στ΄ Αυγερινού το λίγο φως σαν καλημέρα
γρικάτε τούτο που σας λέω από ψυχή.

Δεν το τεντώνω εγώ το σβέρκο μου στο Χάρο
μήτε σ΄ ανάγκη κλίνω εγώ την κεφαλή
πουλί ελεύθερο, φτερά πλατιά θα βγάλω
σ΄ αιθέρα ουράνιο θ΄ ανοίξω διαφυγή.

Τεχνίτης , μάστορας του λόγου θε να γίνω
θα γράφω ποιήματα, τον κόσμο θα γυρνώ
ψυχής αφέντη θα γνωρίζω μόνο εκείνο:
Αλήθεια, έρωτες, ζωή και ν΄ αγαπώ.

Κι αν για θρασίμι με νογάτε και γελάτε
πως τούτα νιώθετε δεν είναι μπορετά
ένα σας λέω και ποτέ μην το ξεχνάτε
πόλεμος είναι, αρματώστε την καρδιά.

Καλή σας μέρα διαλεχτοί κι αγαπημένοι
εσείς π΄ ακούσατε σκεφτείτε το καλά
Θεός υπάρχει και από σας τώρα προσμένει
πίστη! Και τα όνειρα θα βγουν αληθινά.

Ανδρέας Θ. Ρίζος

Η ΑΝΘΡΩΠΟΣ

 Η ΑΝΘΡΩΠΟΣ



Εγώ γυναίκα, η άνθρωπος,
ζητούσα το πρόσωπό Σου πάντοτε,
ήταν ως τώρα του ανδρός
και δεν μπορώ αλλιώς να το γνωρίσω.

Ποιος είναι και πώς
πιο πολύ μονάχος,
παράφορα, απελπισμένα μονάχος,
τώρα, εγώ ή εκείνος;
Πίστεψα πως υπάρχω, θα υπάρχω,
όμως πότε υπήρχα δίχως του
και τώρα,
πώς στέκομαι, σε ποιο φως,
ποιος είναι ο δικός μου ακόμα καημός;
Ω, πόσο διπλά υποφέρω,
χάνομαι διαρκώς,
όταν Εσύ οδηγός μου δεν είσαι.

Πώς θα ιδώ το πρόσωπό μου,
την ψυχή μου πώς θα παραδεχτώ,
όταν τόσο παλεύω
και δεν μπορώ ν’ αρμοστώ.

«Ότι δια σου αρμόζεται
γυνί τω ανδρί.»

Δεν φαίνεται ακόμα το τραγικό
του απρόσωπου, ούτε κι εγώ
δεν μπορώ να το φανταστώ ακόμα, ακόμα.
Τι θα γίνει που τόσο καλά,
τόσο πολλά ξέρω και γνωρίζω καλλίτερα,
πως απ’ το πλευρό του δεν μ’ έβγαλες.

Και λέω πως είμαι ακέριος άνθρωπος
και μόνος. Δίχως του δεν εγινόμουν
και τώρα είμαι και μπορώ
κι είμαστε ζεύγος χωρισμένο, εκείνος
κι εγώ, έχω το δικό μου φως,
εγώ ποτε, σελήνη,
είπα πως δεν θα βαστώ απ’ τον ήλιο
κι έχω τόσην υπερηφάνεια
που πάω τη δική του να φτάσω
και να ξεπεραστώ, εγώ,
που τώρα μαθαίνομαι και πλήρως
μαθαίνω πως θέλω σ’ εκείνον ν’ αντισταθώ
και δεν θέλω από κείνον τίποτα
να δεχτώ και δεν θέλω να περιμένω.

Δεν κλαίω, ούτε τραγούδι ψάλλω.
Μα γίνεται πιο οδυνηρό το δικό μου
ξέσκισμα που ’τοιμάζω,
για να γνωρίσω τον κόσμο δι’ εμού,
για να πω το λόγο δικό μου,
εγώ που ως τώρα υπήρξα
για να θαυμάζω, να σέβομαι και ν’ αγαπώ,

εγώ πια δεν του ανήκω
και πρέπει μονάχη να είμαι,
εγώ, η άνθρωπος.


[Από τη συλλογή Αντιθέσεις (1957).] 

Ανομολόγητος έρωτας.



ΑΝΟΜΟΛΟΓΗΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ




Κύμα θεριεμένο πού παρασέρνει
τους ανομολόγητους πόθους ζωής μισής
άλλοτε παφλάζει μυστικά στην σκέψη μου
ταξιδεύει στο παντού στο πουθενά.

Στην χρυσαφένια αμμουδιά εκεί στο ακροθαλάσσι
σεργιανίζω τις ατέλειωτες αγρύπνιες μου.
Φέρνοντας στην σκέψη μου την μορφή σου
απελευθερώνω γλαροπούλια κι αναπνέω.


Κύμα είσαι ,έρωτας ήσουν από την αρχή
στην αρχή αφηρημένη ιδέα
τώρα με μορφή και υπόσταση.
Και όταν σωπαίνω σε ακούω καλύτερα.


Κύμα είσαι φωτεινό
λυχνοστάτης στο σκοτάδι μου
που δικαιώνεις την Αυγή μου.

Αρετή Μαυροπούλου

26-07-2015


~Χαμένη Προσμονή~

~Χαμένη Προσμονή~
 
 
Γράμμα αδιάβαστο στα χέρια,
μετέωρο
και οι λέξεις σκόρπιες
από το άγριο χάδι του ανέμου.

Ρούχο ξεφτισμένο έγινε
σε πονεμένη ψυχή,
που αναπαυμό δε βρίσκει
με ξηλωμένα τα κουμπιά.

Περίμενε, μάταια περίμενε.
Τα λόγια δεν ήρθαν ποτέ.
Σαν τα πλοία,
που δεν πιάσαν λιμάνι.
Σαν τη βροχή,
που δεν πότησε τη γη.

Κι φαντασία..
Πόσα να ζωντανέψει κι αυτή.

Τα όνειρα ξεθώριασαν κι αυτά.
Σαν τα μπαμπακιένια σύννεφα,
που φτιάχνουν σχήματα
στον ουρανό και μετά χάνονται..
Πώς να τα φτάσεις..
Πώς να τα πιάσεις..
Άπιαστα έγιναν πια..

Κι αυτό το γράμμα στο χέρι,
πυρωμένο σίδερο που καίει
τα τελευταία απομεινάρια ελπίδας.

Δυστυχώς το έργο έμεινε μόνο.
Οι πρωταγωνιστές δεν θα έρθουν ποτέ.
Ώρα να κλείσεις τα φώτα.
Ώρα να πέσει η αυλαία..

~Κλειώ Κουτσογιωργάκη~

Αναπόληση.

Areti Mavropoulou 2:56 μ.μ. Add Comment

Αναπόληση.


Πόσο θυμίζεις εκείνο το κορίτσι του αγρού
με το τσίτινο φουστάνι.
Τα σκληρά χέρια της δουλειάς
και μαλλιά στο χρώμα του σταχυού.

Σεργιάνι στούς αγρούς έβγαινες με την πρώτη αυγή
χάζευε η φύση.
Είχες διάφανο φωτεινό πρόσωπο
και εναν Ηλιο φορούσες στα μαλλιά σου.

Με όλες τις αισθήσεις καλωσόριζες το θαύμα
οσφριζόσουν τα πεσμένα στάχυα.
Τούς σπόρους έβλεπες να ταξιδεύουν
σε μία αέναη μετακίνηση να αναγεννηθούν.

Ζούσες καθημερινά το θαύμα της σποράς
αυτή η μάνα γής ανέθρεψε
γενιές ολάκερες άπλωνες τα χέρια πάνω στα ολόχρυσα στάχυα κι ελεγες
"Εδώ ανήκω θα μείνω εδώ"
είμαι ενα απλό κορίτσι του αγρού.
Εδω είναι το σπίτι μου.


Aρετή Μαυροπούλου

06-10-2015